Κανείς δεν εύχεται μία άσχημη παιδική ηλικία. Όμως μέσα στη δυσκολία, πολλές φορές ανθίζει η ελπίδα.
Η Σάρα μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι σε ένα όμορφο σπίτι, μιας εύπορης οικογένειας στο Λος Άντζελες. Ωστόσο, το σπίτι αυτό δεν ήταν τόσο φωτεινό, όσο φαινόταν απ’ έξω. Τα λιγοστά βράδια που ο πατέρας είχε επιστρέψει νωρίς από την εργασία του και έτρωγαν όλοι μαζί στο τραπέζι, εκείνη εύχονταν να είχε παραμείνει στο γραφείο.
Ήταν συνηθισμένη στην νευρικότητα της μητέρας της, την ώρα του φαγητού. Η συμβίωση με δύο άτομα εθισμένα στο αλκοόλ, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί ένα 10χρονο κορίτσι, καθώς το ένα βράδυ κυλούσε ομαλά, αλλά το επόμενο συνοδεύονταν από βίαιες συγκρούσεις.
Η παιδική ηλικία της Σάρας, που είναι σήμερα κοντά στα 60 και είναι παντρεμένη και μία ευτυχισμένη γιαγιά, συγγραφέας και καθηγήτρια λογοτεχνίας, της άφησε ανεξίτηλα σημάδια. Θυμάται τον εαυτό της να μεγαλώνει «σε έναν συναισθηματικό κίνδυνο. Δεν υπήρχε στιγμή που να μπορούσα να ηρεμήσω και να νιώσω ασφαλής». Θυμάται να έχει έντονες σκέψεις ενοχής, πίστευε ότι όλα είναι δικό της λάθος και ακόμα και τώρα έχει την τάση να απολογείται στους άλλους και να ζητάει εύκολα συγνώμη. Η παραμικρή στοργική χειρονομία μπορεί να την γυρίσει πίσω στην παιδική ηλικία, όπου ένιωθε παγιδευμένη, ανήσυχη και απελπισμένη για διαφυγή. «Αισθάνομαι λύπη για τον σύζυγό μου» εξομολογείται. «Θα μου πιάσει το χέρι, καθώς περιμένουμε να περάσουμε απέναντι το δρόμο και εγώ ενστικτωδώς θα θελήσω να τον αποφύγω και να απομακρυνθώ».
Ωστόσο, η Σάρα χρησιμοποιεί αυτές τις πρώιμες εμπειρίες της για να ενισχύσει τις ικανότητες παρατήρησης και κατανόησης. Μπορεί να αισθάνεται πότε κάποιος της κρύβει κάτι και να αντιλαμβάνεται την δυναμική των ανθρώπων μέσα σε κάθε δωμάτιο που μπαίνει. «Μπορώ να αντιληφθώ πως οι άνθρωποι στέκονται απέναντι στους άλλους σε μια δεδομένη συνθήκη… Μπορώ να αισθανθώ από που προέρχεται ο φόβος τους, από που προκύπτει η εξωστρέφειά τους». Οι δεξιότητες που την βοήθησαν να ανταπεξέλθει στην παιδική της ηλικίας φαίνεται να είναι λειτουργικές και στην ενήλικη ζωή.
Ποιο είναι τελικά το όφελος μιας τραυματικής παιδικής ηλικίας;
Σαφώς, το ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, καθώς κάθε ψίγμα άγχους στην ανατροφή, αποτελεί ένα ψυχοπιεστικό παράγοντα. Κάποιοι αντιμετωπίζουν την φτώχεια και την δυσχέρεια, κάποιοι την κατάχρηση, ενώ κάποιοι άλλοι ζουν σε ένα περιβάλλον αστάθειας και συναισθηματικής αποστέρησης. Αυτές οι εμπειρίες αποτελούν την βάση της επιστημονικής ερευνητικής κοινότητας που υποστηρίζει ότι οι ιστορίες, όπως της Σάρας, δεν είναι αποτέλεσμα μιας γραμμικής διαδικασίας αιτίας-αποτελέσματος.
Οι πρώιμες εμπειρίες του ανθρώπου επιδρούν στην διαμόρφωση του εγκεφάλου, κάνοντας μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους πιο αδύναμους και κάποιους πιο δυνατούς
Συνεπώς, όπως συμβαίνει συνήθως, πολλές από τις συμπεριφορές προσαρμογής που υιοθετούν τα παιδιά σε δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες, είναι άκρως λειτουργικές στην ενήλικη ζωή.
Ελάχιστοι από αυτούς που έχουν υποφέρει κατά την διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, θα επιθυμούσαν το ίδιο για το παιδί τους. Ωστόσο, ένας τέτοιος άνθρωπος που κατάφερε να επιβιώσει από τις κακουχίες της παιδικής του ηλικίας καταλήγει στο εξής συμπέρασμα «θα ήθελα να είναι όλα ένα ψέμα αν δεν γνώριζα το πόσο τελικά με βοήθησαν στην μετέπειτα ζωή μου».
Πηγή: Psychologytoday.com
Illustration: Gérard Dubois
Απόδοση: Άννα Αποστολίδου, Κλινικός Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Psychologynow.gr
Αναδημοσίευση απο: www.psychologynow.gr

Ωστόσο, μια τέτοια «ακραία» θέση, ώθησε ερευνητές ψυχολόγους του Πανεπιστημίου Radboud στην Ολλανδία, να δημοσιεύσουν μια καλά τεκμηριωμένη μελέτη, υποδηλώνοντας ότι το σενάριο θα μπορούσε να αναστραφεί ή τουλάχιστον με κάποιο τρόπο να τροποποιηθεί. Πρόσφατες μελέτες, έδειξαν ότι άτομα που είχαν μια χαοτική παιδική ηλικία, παρουσίαζαν αυξημένη ικανότητα ανίχνευσης και παρακολούθησης των περιβαλλοντικών απειλών και είχαν την τάση να ανακαλούν τα αρνητικά συμβάντα. Ήταν δυνατόν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, τα παιδιά αυτά να είχαν καλύτερες επιδόσεις, από ό,τι αναμενόταν, στην αποτελεσματική συλλογή πληροφοριών, αξιολόγησης των ανθρώπων και άλλες ικανότητες λογικής.
Η επαναξιολόγηση του άγχους των παιδιών αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης επανεξέτασης των ψυχικών και σωματικών επιπτώσεων του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επίδραση της νορεπινεφρίνης, ενός χημικού νευροδιαβιβαστή, που ενεργοποιείται για να μας βοηθήσει να δώσουμε προσοχή όταν παρατηρούμε κάτι νέο, απροσδόκητο ή τρομακτικό. Σε μέτριες δόσεις, μπορεί να είναι ένα «είδος φαρμάκου κατάπληξης στον εγκέφαλο», λέει ο κλινικός ψυχολόγος και ο γνωστικός νευροεπιστήμονας Ίαν Ρόμπερτσον.
Σχόλια